Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
δυσμαθέω
View word page
δύσκρατος
δύσκρατος δύσκρᾱτος, ον κεράννυμι of bad temperament, Strab.

ShortDef

of bad temperament

Debugging

Headword:
δύσκρατος
Headword (normalized):
δύσκρατος
Headword (normalized/stripped):
δυσκρατος
IDX:
9085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9088
Key:
du/skratos

Data

{'content': 'δύσκρατος\n δύσκρᾱτος, ον\n κεράννυμι\n of bad temperament, Strab.', 'key': 'du/skratos'}