Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
δύσλυτος
View word page
δυσκρασία
δυσκρασία δυσκρᾱσία, ἡ, bad temperament, Lat. intemperies, of the air, Plut. from δύσκρᾱτος

ShortDef

bad temperament

Debugging

Headword:
δυσκρασία
Headword (normalized):
δυσκρασία
Headword (normalized/stripped):
δυσκρασια
IDX:
9084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9087
Key:
duskrasi/a

Data

{'content': 'δυσκρασία\n δυσκρᾱσία, ἡ,\n bad temperament, Lat. intemperies, of the air, Plut.\n from δύσκρᾱτος', 'key': 'duskrasi/a'}