Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
δύσλοφος
View word page
δυσκόμιστος
δυσκόμιστος δυσ-κόμιστος, ον κομίζω hard to bear, intolerable, Soph., Eur.

ShortDef

hard to bear, intolerable

Debugging

Headword:
δυσκόμιστος
Headword (normalized):
δυσκόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκομιστος
IDX:
9083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9086
Key:
dusko/mistos

Data

{'content': 'δυσκόμιστος\n δυσ-κόμιστος, ον\n κομίζω\n hard to bear, intolerable, Soph., Eur.', 'key': 'dusko/mistos'}