Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
δύσληπτος
δυσλόγιστος
View word page
δύσκολπος
δύσκολπος δύσ-κολπος, ον with ill-formed womb, Anth.
ShortDef
with ill-formed womb
Debugging
Headword:
δύσκολπος
Headword (normalized):
δύσκολπος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολπος
IDX:
9082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9085
Key:
du/skolpos
Data
{'content': 'δύσκολπος\n δύσ-κολπος, ον\n with ill-formed womb, Anth.', 'key': 'du/skolpos'}