Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
δύσλεκτος
View word page
δυσκολόκοιτος
δυσκολόκοιτος δυσκολό-κοιτος, ον κοίτη making bed uneasy, Ar.

ShortDef

making bed uneasy

Debugging

Headword:
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized):
δυσκολόκοιτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκοιτος
IDX:
9080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9083
Key:
duskolo/koitos

Data

{'content': 'δυσκολόκοιτος\n δυσκολό-κοιτος, ον\n κοίτη\n making bed uneasy, Ar.', 'key': 'duskolo/koitos'}