Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
δύσκωφος
View word page
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκαμπτος δυσκολό-καμπτος, ον κάμπτω hard to bend: δ. καμπή an intricate flourish in singing, Ar.
ShortDef
hard to bend
Debugging
Headword:
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized):
δυσκολόκαμπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολοκαμπτος
IDX:
9079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9082
Key:
duskolo/kamptos
Data
{'content': 'δυσκολόκαμπτος\n δυσκολό-καμπτος, ον\n κάμπτω\n hard to bend: δ. καμπή an intricate flourish in singing, Ar.', 'key': 'duskolo/kamptos'}