Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
δύσκριτος
δυσκύμαντος
δυσκωφέω
View word page
δυσκόλλητος
δυσκόλλητος δυσ-κόλλητος, ον κολλάω ill-glued or fastened, loose, Luc.

ShortDef

ill-glued

Debugging

Headword:
δυσκόλλητος
Headword (normalized):
δυσκόλλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκολλητος
IDX:
9078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9081
Key:
dusko/llhtos

Data

{'content': 'δυσκόλλητος\n δυσ-κόλλητος, ον\n κολλάω\n ill-glued or fastened, loose, Luc.', 'key': 'dusko/llhtos'}