δυσκόλλητος
δυσκόλλητος
δυσ-κόλλητος, ον
κολλάω
ill-glued or fastened, loose, Luc.
{ "content": "δυσκόλλητος\n δυσ-κόλλητος, ον\n κολλάω\n ill-glued or fastened, loose, Luc.", "key": "dusko/llhtos" }