Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

αἴσθησις
αἰσθητήριον
αἰσθητικός
αἰσθητός
ἀΐσθω
αἰσιμία
αἴσιμος
αἴσιος
ἄϊσος
ἀΐσσω
ἄϊστος
ἀϊστόω
ἀΐστωρ
αἴσυλος
αἰσυμνάω
αἰσυμνητεία
αἰσυμνητήρ
αἰσυμνήτης
αἶσχος
αἰσχρήμων
αἰσχροκέρδεια
View word page
ἄϊστος
ἄϊστος a_privat., *εἴδω not to be seen, unseen. act. unconscious of, c. gen., Eur.

ShortDef

unseen

Debugging

Headword:
ἄϊστος
Headword (normalized):
ἄϊστος
Headword (normalized/stripped):
αιστος
IDX:
908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n908
Key:
a)/istos

Data

{'content': 'ἄϊστος\n a_privat., *εἴδω\n not to be seen, unseen.\n act. unconscious of, c. gen., Eur.', 'key': 'a)/istos'}