Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
δύσκρατος
View word page
δυσκοινώνητος
δυσκοινώνητος δυσ-κοινώνητος, ον κοινωνέω unsocial, Plat.

ShortDef

unsocial

Debugging

Headword:
δυσκοινώνητος
Headword (normalized):
δυσκοινώνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκοινωνητος
IDX:
9075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9078
Key:
duskoinw/nhtos

Data

{'content': 'δυσκοινώνητος\n δυσ-κοινώνητος, ον\n κοινωνέω\n unsocial, Plat.', 'key': 'duskoinw/nhtos'}