Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
δυσκρασία
View word page
δύσκλεια
δύσκλεια from δυσκλεής δύσκλεια, ἡ, ill-fame, an ill name, infamy, Eur., Thuc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace him, Soph.
ShortDef
ill-fame, an ill name, infamy
Debugging
Headword:
δύσκλεια
Headword (normalized):
δύσκλεια
Headword (normalized/stripped):
δυσκλεια
IDX:
9074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9077
Key:
du/skleia
Data
{'content': 'δύσκλεια\n from δυσκλεής\n δύσκλεια, ἡ,\n ill-fame, an ill name, infamy, Eur., Thuc.; ἐπὶ δυσκλείᾳ tending to disgrace him, Soph.', 'key': 'du/skleia'}