Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
δυσκόμιστος
View word page
δυσκλεής
δυσκλεής δυσ-κλεής, ές κλέος poet. acc. δυσκλέα for δυσκλεέα. infamous, shameful, Il., Aesch., Xen. adv. -εῶς, Soph., Eur.
ShortDef
infamous, shameful
Debugging
Headword:
δυσκλεής
Headword (normalized):
δυσκλεής
Headword (normalized/stripped):
δυσκλεης
IDX:
9073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9076
Key:
duskleh/s
Data
{'content': 'δυσκλεής\n δυσ-κλεής, ές\n κλέος\n poet. acc. δυσκλέα for δυσκλεέα.\n infamous, shameful, Il., Aesch., Xen. adv. -εῶς, Soph., Eur.', 'key': 'duskleh/s'}