Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
δύσκολπος
View word page
δυσκίνητος
δυσκίνητος δυσ-κίνητος, ον κῑνέω hard to move, Plat.:— immovable, resolute, Plut.: inexorable, Anth.

ShortDef

hard to move

Debugging

Headword:
δυσκίνητος
Headword (normalized):
δυσκίνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκινητος
IDX:
9072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9075
Key:
duski/nhtos

Data

{'content': 'δυσκίνητος\n δυσ-κίνητος, ον\n κῑνέω\n hard to move, Plat.:— immovable, resolute, Plut.: inexorable, Anth.', 'key': 'duski/nhtos'}