Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
δύσκολος
View word page
δύσκηλος
δύσκηλος δύσ-κηλος, ον κηλέω past remedy, Aesch.
ShortDef
past remedy
Debugging
Headword:
δύσκηλος
Headword (normalized):
δύσκηλος
Headword (normalized/stripped):
δυσκηλος
IDX:
9071
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9074
Key:
du/skhlos
Data
{'content': 'δύσκηλος\n δύσ-κηλος, ον\n κηλέω\n past remedy, Aesch.', 'key': 'du/skhlos'}