Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
δυσκολόκοιτος
View word page
δυσκηδής
δυσκηδής δυσ-κηδής, ές κῆδος full of misery, Od.

ShortDef

full of misery

Debugging

Headword:
δυσκηδής
Headword (normalized):
δυσκηδής
Headword (normalized/stripped):
δυσκηδης
IDX:
9070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9073
Key:
duskhdh/s

Data

{'content': 'δυσκηδής\n δυσ-κηδής, ές\n κῆδος\n full of misery, Od.', 'key': 'duskhdh/s'}