Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
δυσκολόκαμπτος
View word page
δυσκέλαδος
δυσκέλαδος δυσ-κέλᾰδος, ον ill-sounding, shrieking, discordant, Il., Aesch., Eur.
ShortDef
ill-sounding, shrieking, discordant
Debugging
Headword:
δυσκέλαδος
Headword (normalized):
δυσκέλαδος
Headword (normalized/stripped):
δυσκελαδος
IDX:
9069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9072
Key:
duske/lados
Data
{'content': 'δυσκέλαδος\n δυσ-κέλᾰδος, ον\n ill-sounding, shrieking, discordant, Il., Aesch., Eur.', 'key': 'duske/lados'}