Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
δυσκόλλητος
View word page
δυσκατέργαστος
δυσκατέργαστος δυσ-κατέργαστος, ον = δυσκατάπρακτος, Xen.

ShortDef

hard to work, hard to accomplish

Debugging

Headword:
δυσκατέργαστος
Headword (normalized):
δυσκατέργαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσκατεργαστος
IDX:
9068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9071
Key:
duskate/rgastos

Data

{'content': 'δυσκατέργαστος\n δυσ-κατέργαστος, ον\n = δυσκατάπρακτος, Xen.', 'key': 'duskate/rgastos'}