Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
δυσκολία
View word page
δυσκαταφρόνητος
δυσκαταφρόνητος δυσ-καταφρόνητος, ον not to be despised, Xen.
ShortDef
not to be despised
Debugging
Headword:
δυσκαταφρόνητος
Headword (normalized):
δυσκαταφρόνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταφρονητος
IDX:
9067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9070
Key:
duskatafro/nhtos
Data
{'content': 'δυσκαταφρόνητος\n δυσ-καταφρόνητος, ον\n not to be despised, Xen.', 'key': 'duskatafro/nhtos'}