Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
δυσκολαίνω
View word page
δυσκατάστατος
δυσκατάστατος δυσ-κατάστᾰτος, ον καθίστημι hard to restore or rally, Xen.
ShortDef
hard to restore
Debugging
Headword:
δυσκατάστατος
Headword (normalized):
δυσκατάστατος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταστατος
IDX:
9066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9069
Key:
duskata/statos
Data
{'content': 'δυσκατάστατος\n δυσ-κατάστᾰτος, ον\n καθίστημι\n hard to restore or rally, Xen.', 'key': 'duskata/statos'}