δυσκατάπρακτος
δυσκατάπρακτος
δυσ-κατάπρακτος, ον
καταπράσσω
hard to effect, Xen.
{
"content": "δυσκατάπρακτος\n δυσ-κατάπρακτος, ον\n καταπράσσω\n hard to effect, Xen.",
"key": "duskata/praktos"
}