Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
δύσκλεια
δυσκοινώνητος
View word page
δυσκατάπρακτος
δυσκατάπρακτος δυσ-κατάπρακτος, ον καταπράσσω hard to effect, Xen.
ShortDef
hard to effect
Debugging
Headword:
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized):
δυσκατάπρακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταπρακτος
IDX:
9065
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9068
Key:
duskata/praktos
Data
{'content': 'δυσκατάπρακτος\n δυσ-κατάπρακτος, ον\n καταπράσσω\n hard to effect, Xen.', 'key': 'duskata/praktos'}