δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάθητος
δυσ-καταμάθητος, ον
καταμανθάνω
hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.
{ "content": "δυσκαταμάθητος\n δυσ-καταμάθητος, ον\n καταμανθάνω\n hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.", "key": "duskatama/qhtos" }