Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
δυσκλεής
View word page
δυσκαταμάθητος
δυσκαταμάθητος δυσ-καταμάθητος, ον καταμανθάνω hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.
ShortDef
hard to learn
Debugging
Headword:
δυσκαταμάθητος
Headword (normalized):
δυσκαταμάθητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαταμαθητος
IDX:
9063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9066
Key:
duskatama/qhtos
Data
{'content': 'δυσκαταμάθητος\n δυσ-καταμάθητος, ον\n καταμανθάνω\n hard to learn or understand, Isocr. adv., -τως ἔχειν Isocr.', 'key': 'duskatama/qhtos'}