Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
δυσκίνητος
View word page
δυσκαρτέρητος
δυσκαρτέρητος δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω hard to endure, Plut.

ShortDef

hard to endure

Debugging

Headword:
δυσκαρτέρητος
Headword (normalized):
δυσκαρτέρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαρτερητος
IDX:
9062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9065
Key:
duskarte/rhtos

Data

{'content': 'δυσκαρτέρητος\n δυσ-καρτέρητος, ον\n καρτερέω\n hard to endure, Plut.', 'key': 'duskarte/rhtos'}