Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
δυσκαταμάθητος
δυσκατάπαυστος
δυσκατάπρακτος
δυσκατάστατος
δυσκαταφρόνητος
δυσκατέργαστος
δυσκέλαδος
δυσκηδής
δύσκηλος
View word page
δύσκαπνος
δύσκαπνος δύσ-καπνος, ον noisome from smoke, smoky, Aesch.

ShortDef

noisome from smoke, smoky

Debugging

Headword:
δύσκαπνος
Headword (normalized):
δύσκαπνος
Headword (normalized/stripped):
δυσκαπνος
IDX:
9061
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9064
Key:
du/skapnos

Data

{'content': 'δύσκαπνος\n δύσ-καπνος, ον\n noisome from smoke, smoky, Aesch.', 'key': 'du/skapnos'}