Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
δυσκαρτέρητος
View word page
δυσθυμία
δυσθυμία δυσθῡμία, ἡ, despondency, despair, Eur., Plat., etc. from δύσθῡμος
ShortDef
despondency, despair
Debugging
Headword:
δυσθυμία
Headword (normalized):
δυσθυμία
Headword (normalized/stripped):
δυσθυμια
IDX:
9052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9055
Key:
dusqumi/a
Data
{'content': 'δυσθυμία\n δυσθῡμία, ἡ,\n despondency, despair, Eur., Plat., etc.\n from δύσθῡμος', 'key': 'dusqumi/a'}