Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
δύσκαπνος
View word page
δυσθυμέω
δυσθυμέω δυσθῡμέω, fut. -ήσω from δύσθῡμος = δυσθῡμέω Hdt., Plut. Mid. to be melancholy, angry, Eur.
ShortDef
to be melancholy, angry
Debugging
Headword:
δυσθυμέω
Headword (normalized):
δυσθυμέω
Headword (normalized/stripped):
δυσθυμεω
IDX:
9051
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9054
Key:
dusqume/w
Data
{'content': 'δυσθυμέω\n δυσθῡμέω,\n fut. -ήσω\n from δύσθῡμος\n = δυσθῡμέω Hdt., Plut.\n Mid. to be melancholy, angry, Eur.', 'key': 'dusqume/w'}