Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
δυσκάθεκτος
View word page
δύσθροος
δύσθροος δύσ-θροος, ον ill-sounding, Aesch. to be dispirited, to despond, Hhymn.

ShortDef

ill-sounding

Debugging

Headword:
δύσθροος
Headword (normalized):
δύσθροος
Headword (normalized/stripped):
δυσθροος
IDX:
9050
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9053
Key:
du/sqrous

Data

{'content': 'δύσθροος\n δύσ-θροος, ον\n ill-sounding, Aesch. to be dispirited, to despond, Hhymn.', 'key': 'du/sqrous'}