Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
δυσιερέω
δυσιθάλασσος
δύσιππος
δύσις
δυσκάθαρτος
View word page
δυσθρήνητος
δυσθρήνητος δυσ-θρήνητος, ον θρηνέω loud-wailing, most mournful, Soph., Eur.
ShortDef
loud-wailing, most mournful
Debugging
Headword:
δυσθρήνητος
Headword (normalized):
δυσθρήνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσθρηνητος
IDX:
9049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9052
Key:
dusqrh/nhtos
Data
{'content': 'δυσθρήνητος\n δυσ-θρήνητος, ον\n θρηνέω\n loud-wailing, most mournful, Soph., Eur.', 'key': 'dusqrh/nhtos'}