Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
δύσθυμος
δυσίατος
View word page
δυσθεράπευτος
δυσθεράπευτος δυσ-θεράπευτος, ον θεραπεύω hard to cure, Soph.

ShortDef

hard to cure

Debugging

Headword:
δυσθεράπευτος
Headword (normalized):
δυσθεράπευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσθεραπευτος
IDX:
9044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9047
Key:
dusqera/peutos

Data

{'content': 'δυσθεράπευτος\n δυσ-θεράπευτος, ον\n θεραπεύω\n hard to cure, Soph.', 'key': 'dusqera/peutos'}