Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
δυσθεράπευτος
δυσθετέω
δύσθετος
δυσθήρατος
δυσθνῄσκω
δυσθρήνητος
δύσθροος
δυσθυμέω
δυσθυμία
View word page
δυσθέατος
δυσθέατος δυσ-θέᾱτος, ον ill to look on, Aesch., Soph.

ShortDef

ill to look on

Debugging

Headword:
δυσθέατος
Headword (normalized):
δυσθέατος
Headword (normalized/stripped):
δυσθεατος
IDX:
9042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9045
Key:
dusqe/atos

Data

{'content': 'δυσθέατος\n δυσ-θέᾱτος, ον\n ill to look on, Aesch., Soph.', 'key': 'dusqe/atos'}