Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
δύσθεος
View word page
δυσηλεγής
δυσηλεγής δυσ-ηλεγής, ές λέγω to lay asleep cf. τανηλεγής laying one on a hard bed, of death, Hom., Hes.

ShortDef

to lay asleep

Debugging

Headword:
δυσηλεγής
Headword (normalized):
δυσηλεγής
Headword (normalized/stripped):
δυσηλεγης
IDX:
9033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9036
Key:
dushlegh/s

Data

{'content': 'δυσηλεγής\n δυσ-ηλεγής, ές\n λέγω to lay asleep\n cf. τανηλεγής\n laying one on a hard bed, of death, Hom., Hes.', 'key': 'dushlegh/s'}