Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
δυσθέατος
View word page
δυσήκοος
δυσήκοος δυσ-ήκοος, οον ἀκούω hard of hearing, Anth.

ShortDef

hard of hearing

Debugging

Headword:
δυσήκοος
Headword (normalized):
δυσήκοος
Headword (normalized/stripped):
δυσηκοος
IDX:
9032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9035
Key:
dush/kous

Data

{'content': 'δυσήκοος\n δυσ-ήκοος, οον\n ἀκούω\n hard of hearing, Anth.', 'key': 'dush/kous'}