Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
δυσθανής
View word page
δυσήκεστος
δυσήκεστος δυσ-ήκεστος, ον hard to heal or cure, Anth.
ShortDef
hard to heal
Debugging
Headword:
δυσήκεστος
Headword (normalized):
δυσήκεστος
Headword (normalized/stripped):
δυσηκεστος
IDX:
9031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9034
Key:
dush/kestos
Data
{'content': 'δυσήκεστος\n δυσ-ήκεστος, ον\n hard to heal or cure, Anth.', 'key': 'dush/kestos'}