Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
δυσθανατέω
δυσθάνατος
View word page
δύσζωος
δύσζωος δύσ-ζωος, ον ζωή wretched, Anth.
ShortDef
wretched
Debugging
Headword:
δύσζωος
Headword (normalized):
δύσζωος
Headword (normalized/stripped):
δυσζωος
IDX:
9030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9033
Key:
du/szwos
Data
{'content': 'δύσζωος\n δύσ-ζωος, ον\n ζωή\n wretched, Anth.', 'key': 'du/szwos'}