Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
δυσθαλπής
View word page
δύσζηλος
δύσζηλος δύσ-ζηλος, ον exceeding jealous, Od., Plut.:—adv., δυσζήλως ἔχειν πρός τινα Plut.
ShortDef
exceeding jealous
Debugging
Headword:
δύσζηλος
Headword (normalized):
δύσζηλος
Headword (normalized/stripped):
δυσζηλος
IDX:
9028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9031
Key:
du/szhlos
Data
{'content': 'δύσζηλος\n δύσ-ζηλος, ον\n exceeding jealous, Od., Plut.:—adv., δυσζήλως ἔχειν πρός τινα Plut.', 'key': 'du/szhlos'}