Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
δυσηχής
View word page
δυσεύρετος
δυσεύρετος δυσ-εύρετος, ον hard to find out, Aesch. hard to find or get, Xen. hard to find oneʼs way through, impenetrable, Eur.

ShortDef

hard to find out

Debugging

Headword:
δυσεύρετος
Headword (normalized):
δυσεύρετος
Headword (normalized/stripped):
δυσευρετος
IDX:
9027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9030
Key:
duseu/retos

Data

{'content': 'δυσεύρετος\n δυσ-εύρετος, ον\n hard to find out, Aesch.\n hard to find or get, Xen.\n hard to find oneʼs way through, impenetrable, Eur.', 'key': 'duseu/retos'}