Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
δύσηρις
View word page
δυσευνήτωρ
δυσευνήτωρ εὐνάω an ill bedfellow, Aesch.
ShortDef
an ill bedfellow
Debugging
Headword:
δυσευνήτωρ
Headword (normalized):
δυσευνήτωρ
Headword (normalized/stripped):
δυσευνητωρ
IDX:
9026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9029
Key:
duseunh/twr
Data
{'content': 'δυσευνήτωρ\n εὐνάω\n an ill bedfellow, Aesch.', 'key': 'duseunh/twr'}