Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
δυσηνιόχητος
View word page
δύσερως
δύσερως δύσ-ερως, ωτος, sick in love with, τινος Eur., Thuc. hardly loving, stony-hearted, Theocr.

ShortDef

sick in love with

Debugging

Headword:
δύσερως
Headword (normalized):
δύσερως
Headword (normalized/stripped):
δυσερως
IDX:
9025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9028
Key:
du/serws

Data

{'content': 'δύσερως\n δύσ-ερως, ωτος,\n sick in love with, τινος Eur., Thuc.\n hardly loving, stony-hearted, Theocr.', 'key': 'du/serws'}