Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
δυσήλιος
View word page
δυσερμήνευτος
δυσερμήνευτος δυσ-ερμήνευτος, ον ἑρμηνεύω hard to interpret, NTest.
ShortDef
hard to interpret
Debugging
Headword:
δυσερμήνευτος
Headword (normalized):
δυσερμήνευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσερμηνευτος
IDX:
9024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9027
Key:
dusermh/neutos
Data
{'content': 'δυσερμήνευτος\n δυσ-ερμήνευτος, ον\n ἑρμηνεύω\n hard to interpret, NTest.', 'key': 'dusermh/neutos'}