Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
δυσηλεγής
View word page
δυσέριστος
δυσέριστος δυσ-έριστος, ον shed in unholy strife, Soph.
ShortDef
shed in unholy strife
Debugging
Headword:
δυσέριστος
Headword (normalized):
δυσέριστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεριστος
IDX:
9023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9026
Key:
duse/ristos
Data
{'content': 'δυσέριστος\n δυσ-έριστος, ον\n shed in unholy strife, Soph.', 'key': 'duse/ristos'}