Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
δυσήκεστος
δυσήκοος
View word page
δύσερις
δύσερις very quarrelsome, contentious, Plat. act. producing unhappy strife, Plut.
ShortDef
very quarrelsome, contentious
Debugging
Headword:
δύσερις
Headword (normalized):
δύσερις
Headword (normalized/stripped):
δυσερις
IDX:
9022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9025
Key:
du/seris
Data
{'content': 'δύσερις\n very quarrelsome, contentious, Plat.\n act. producing unhappy strife, Plut.', 'key': 'du/seris'}