Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
δυσζήτητος
δύσζωος
View word page
δύσεργος
δύσεργος δύσ-εργος, ον ἔργω unfit for work, Plut.
ShortDef
unfit for work
Debugging
Headword:
δύσεργος
Headword (normalized):
δύσεργος
Headword (normalized/stripped):
δυσεργος
IDX:
9020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9023
Key:
du/sergos
Data
{'content': 'δύσεργος\n δύσ-εργος, ον\n ἔργω\n unfit for work, Plut.', 'key': 'du/sergos'}