Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
δύσζηλος
View word page
δυσέραστος
δυσέραστος δυσ-έραστος, ον ἔραμαι unfavourable to love, Anth.
ShortDef
unfavourable to love
Debugging
Headword:
δυσέραστος
Headword (normalized):
δυσέραστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεραστος
IDX:
9018
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9021
Key:
duse/rastos
Data
{'content': 'δυσέραστος\n δυσ-έραστος, ον\n ἔραμαι\n unfavourable to love, Anth.', 'key': 'duse/rastos'}