Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
δυσεύρετος
View word page
δυσεπιβούλευτος
δυσεπιβούλευτος δυσ-επιβούλευτος, ον hard to attack secretly, Xen.

ShortDef

hard to attack secretly

Debugging

Headword:
δυσεπιβούλευτος
Headword (normalized):
δυσεπιβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιβουλευτος
IDX:
9017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9020
Key:
dusepibou/leutos

Data

{'content': 'δυσεπιβούλευτος\n δυσ-επιβούλευτος, ον\n hard to attack secretly, Xen.', 'key': 'dusepibou/leutos'}