Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
δυσευνήτωρ
View word page
δυσέξοδος
δυσέξοδος δυσ-έξοδος, ον hard to get out of, Arist.

ShortDef

hard to get out of

Debugging

Headword:
δυσέξοδος
Headword (normalized):
δυσέξοδος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξοδος
IDX:
9016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9019
Key:
duse/codos

Data

{'content': 'δυσέξοδος\n δυσ-έξοδος, ον\n hard to get out of, Arist.', 'key': 'duse/codos'}