Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
δύσερως
View word page
δυσεξήνυστος
δυσεξήνυστος δυσ-εξήνυστος, ον ἐξανύω indissoluble, Eur.

ShortDef

indissoluble

Debugging

Headword:
δυσεξήνυστος
Headword (normalized):
δυσεξήνυστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξηνυστος
IDX:
9015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9018
Key:
dusech/nustos

Data

{'content': 'δυσεξήνυστος\n δυσ-εξήνυστος, ον\n ἐξανύω\n indissoluble, Eur.', 'key': 'dusech/nustos'}