Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
δυσερμήνευτος
View word page
δυσεξημέρωτος
δυσεξημέρωτος δυσ-εξημέρωτος, ον ἐξημερόω hard to tame, Plut.
ShortDef
hard to tame
Debugging
Headword:
δυσεξημέρωτος
Headword (normalized):
δυσεξημέρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξημερωτος
IDX:
9014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9017
Key:
dusechme/rwtos
Data
{'content': 'δυσεξημέρωτος\n δυσ-εξημέρωτος, ον\n ἐξημερόω\n hard to tame, Plut.', 'key': 'dusechme/rwtos'}