Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
δυσέριστος
View word page
δυσεξερεύνητος
δυσεξερεύνητος δυσ-εξερεύνητος, ον hard to investigate, Arist.

ShortDef

hard to investigate

Debugging

Headword:
δυσεξερεύνητος
Headword (normalized):
δυσεξερεύνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξερευνητος
IDX:
9013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9016
Key:
dusecereu/nhtos

Data

{'content': 'δυσεξερεύνητος\n δυσ-εξερεύνητος, ον\n hard to investigate, Arist.', 'key': 'dusecereu/nhtos'}