Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
δύσερις
View word page
δυσεξέλικτος
δυσεξέλικτος δυσ-εξέλικτος, ον ἐξελίσσω hard to unfold, Plut.

ShortDef

hard to unfold

Debugging

Headword:
δυσεξέλικτος
Headword (normalized):
δυσεξέλικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξελικτος
IDX:
9012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9015
Key:
dusece/liktos

Data

{'content': 'δυσεξέλικτος\n δυσ-εξέλικτος, ον\n ἐξελίσσω\n hard to unfold, Plut.', 'key': 'dusece/liktos'}