Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
δυσέρημος
View word page
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλεγκτος δυσ-εξέλεγκτος, ον ἐξελέγχω hard to refute, Plat.
ShortDef
hard to refute
Debugging
Headword:
δυσεξέλεγκτος
Headword (normalized):
δυσεξέλεγκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξελεγκτος
IDX:
9011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9014
Key:
dusece/legktos
Data
{'content': 'δυσεξέλεγκτος\n δυσ-εξέλεγκτος, ον\n ἐξελέγχω\n hard to refute, Plat.', 'key': 'dusece/legktos'}