Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
δύσεργος
View word page
δυσεξαρίθμητος
δυσεξαρίθμητος δυσ-εξαρίθμητος, ον hard to enumerate, Polyb.
ShortDef
hard to enumerate
Debugging
Headword:
δυσεξαρίθμητος
Headword (normalized):
δυσεξαρίθμητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαριθμητος
IDX:
9010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9013
Key:
dusecari/qmhtos
Data
{'content': 'δυσεξαρίθμητος\n δυσ-εξαρίθμητος, ον\n hard to enumerate, Polyb.', 'key': 'dusecari/qmhtos'}