Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δυσέκφευκτος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δύσελπις
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβολος
δυσεντερία
δυσέντευκτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλικτος
δυσεξερεύνητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσέξοδος
δυσεπιβούλευτος
δυσέραστος
δυσεργία
View word page
δυσέξαπτος
δυσέξαπτος δυσ-έξαπτος, ον hard to loose from bonds, Plut.
ShortDef
hard to loose from bonds
Debugging
Headword:
δυσέξαπτος
Headword (normalized):
δυσέξαπτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξαπτος
IDX:
9009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n9012
Key:
duse/captos
Data
{'content': 'δυσέξαπτος\n δυσ-έξαπτος, ον\n hard to loose from bonds, Plut.', 'key': 'duse/captos'}